φλέμα

φλέμα
το, Ν
βλ. φλέγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλέμα — το βλ. φλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόχρεμμα — ἀπόχρεμμα, το (AM) φτύσμα, φλέμα …   Dictionary of Greek

  • βήγμα — βῆγμα, το (Α) [βήσσω ( ττω)] βλέννα, φλέμα …   Dictionary of Greek

  • γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • πτύελο — το / πτύελον, ΝΜΑ, και πτύαλον, τὸ, και πτύαλος, ὁ, Α το έκκριμμα τού βλεννογόνου τών πνευμόνων και τών αεροφόρων οδών με προσμίξεις κυτταρικών στοιχείων, σάλιου, υπολειμμάτων τροφής, σκόνης, σωματιδίων καπνού, πύου, αίματος, παθογόνων μικροβίων …   Dictionary of Greek

  • φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… …   Dictionary of Greek

  • χρέμμα — ατος, τὸ, Α [χρέμπτομαί] φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο …   Dictionary of Greek

  • χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πτύελο, το — και πτύαλο το αυτό που φτύνεται, το φτύσμα, το απόχρεμα, το φλέμα, το ρόχαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”